- αλευροειδής
- -ές1. αυτός που μοιάζει με αλεύρι2. που είναι ευκολότριφτος όπως το αλεύρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + -ειδής < είδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek